-
1 καμάσιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμάσιον
-
2 καμίσιον
καμίσιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμίσιον
См. также в других словарях:
CAMASUS — Graece καμάσιον, in Glossis, vestis villosa exponitur, quam cufam appellavit Isidorus. Recentiores Graeci καβάσιονet καπάσιον dixêre, atque pro pileo quoque vel cucullo vocem sumpserunt. Apud Nicetam certe καπάσιον est πῖλον, quod et καπούζιον… … Hofmann J. Lexicon universale
καμίσιον — καμίσιον, τὸ (AM Μ, και καμίσιν) είδος φορέματος, ίσως πουκάμισο που φορούσαν οι καμισάτοι*, αλλ. καμάσιον αρχ. στρατιωτικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. camisia, που είναι δάνειο πιθ. από την Κελτική. Η λ. καμίσιον μαρτυρείται ως β συνθετικό στον τ … Dictionary of Greek