Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καλ-ήμερος

См. также в других словарях:

  • ισήμερος — ἰσήμερος, ον (Α) αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφ ήμερος, καλ ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • καλήμερος — καλήμερος, ον (Α) αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολο ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • ημεροσύνη — και μεροσύνη, η 1. ημέρωμα, κατευνασμός 2. γαλήνη, ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, καλ οσύνη)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»