-
1 καλ-ήμερος
καλ-ήμερος, der einen guten Tag hat, Pallad. 143 (IX, 508).
-
2 καλήμερος
См. также в других словарях:
ισήμερος — ἰσήμερος, ον (Α) αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφ ήμερος, καλ ήμερος] … Dictionary of Greek
καλήμερος — καλήμερος, ον (Α) αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολο ήμερος] … Dictionary of Greek
ημεροσύνη — και μεροσύνη, η 1. ημέρωμα, κατευνασμός 2. γαλήνη, ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, καλ οσύνη)] … Dictionary of Greek