Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καλῑός

См. также в других словарях:

  • καλιός — καλιός, ὁ (Α) 1. καλύβα, σπιτάκι 2. (για κότες) κλουβί 3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καλιά*] …   Dictionary of Greek

  • καλιός — cabin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιοί — καλιός cabin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιόν — καλιός cabin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλιάς — καλιάς, ἡ (Α) 1. μικρή καλύβα 2. βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καλιός*] …   Dictionary of Greek

  • καλιῶν — καλιά wooden dwelling fem gen pl (ionic) καλιός cabin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»