Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλύπτομαι

  • 1 καλύπτομαι

    καλύπτω
    oc-culo: pres ind mp 1st sg

    Morphologia Graeca > καλύπτομαι

  • 2 ἐξ-ανα-καλύπτομαι

    ἐξ-ανα-καλύπτομαι, sich enthüllen, Schol. Ar. Nubb. 3.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐξ-ανα-καλύπτομαι

  • 3 δάφνη

    η лавр, лавровое дерево;

    § δρέπω δάφνες — пожинать лавры;

    επαναπαύομαι στις δάφνες μου — или κοιμούμαι επί των δάφνών μου — почить на лаврах;

    καλύπτομαι οπό δάφνών — быть увенчанным лаврами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δάφνη

  • 4 υπό

    υπ;
    υφ' πρόθ. 1. με αϊτιατ. 1) (при обознач, места) под;

    υπό σκιάν — в тени;

    υπό την τράπεζαν — под столом;

    υπό στέγην — под крышей;

    υπό τον Ταυγετον — у подножия Тайгета;

    2) (при обознач, состояния, положения) под;

    υπό την ηγεσίαν ( — или την καθοδήγησιν) — под руководством;

    υπό τα όπλα — под ружьём;

    υπό τον ζυγόν — под ярмом; — под игом;

    υπό την κηδεμονίαν — под покровительством;

    υπ' εύθύνην κάποιου под чью-л. ответственность;

    υπό τό πυρ — под огнём;

    υπό τό κράτος τού φόβου — под страхом;

    υπό την πίεσιν (επίδρασιν) — под давлением (воздействием);

    υπό κράτησιν — под арестом;

    υπό συνοδείαν — в сопровождении;

    υπό πολιορκίαν — в осаде, на осадном положении;

    υπό στρατιωτικόν νόμον — на чрезвычайном положении;

    ευρίσκομαι υπ' ατμόν находиться под парами (о паровозе и т. п.);
    2. με γεν. уст. (в страд, оборотах соотв. русск, те. п.): συντηρούμαι υπό τού πατρός μου быть на содержании отца; ανομολογούμαι υφ' όλων быть признанным всеми; εγράφη υπ' εμού написано мною;

    καλύπτομαι υπό χιονών — быть покрытым снегом;

    τίθεμαι εις κίνησιν υπό τού εμβόλου — приводиться в движение поршнем;

    § υπό τό πρόσχημα — под видом;

    под предлогом;

    υπό εχεμύθειαν — по секрету;

    υπό τον όρο ότι... — при условии, что...;

    υπό τα όμματα κάποιου — на глазах у кого-л., под носом у кого-л.;

    τό έχω υπό σκέψιν — я думаю об этом;

    τό εθεσα υπ' όψιν του я поставил его в известность об этом;
    λαμβάνω υπ' όψιν μου принимать во внимание; έχω υπ' όψιν μου иметь в виду;

    λαμβάνω υπό σημείωσιν — брать на заметку; — учитывать, принимать во внимание;

    καλοΰμαι υπό τα όπλα — быть призванным в армию;

    υπό πασαν εποψιν — со всех точек зрения, во всех отношениях;

    θέλει να με έχει υπό — он хочет, чтобы я ему подчинялся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπό

  • 5 ἐξανακαλύπτομαι

    A uncover oneself, Sch.Ar.Nu.3.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανακαλύπτομαι

  • 6 ἐξανακαλύπτομαι

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐξανακαλύπτομαι

См. также в других словарях:

  • καλύπτομαι — καλύπτομαι, καλύφθηκα και καλύφτηκα, καλυμμένος βλ. πίν. 12 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλύπτομαι — καλύπτω oc culo pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορταριάζω — Ν [χορτάρι] 1. βγάζω χορτάρι, καλύπτομαι από χλόη 2. (για τοίχους, δέντρα, λίθους) καλύπτομαι από βρύα 3. (στην ποίηση) μένω έρημος («χορτάριασαν κι οι τάφοι εκείθε πέρα», Ζερβ.) …   Dictionary of Greek

  • έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ενάπτω — (AM ἐνάπτω) δένω, προσδένω, στερεώνω σε κάτι («εἰς δὲ τὸν περίδρομον ἐναπτέτω λίθον μακρὸν καὶ μέγαν», Ξεν.) νεοελλ. ναυτ. αγκιστρώνω έναν τρόχιλο με γάντζο σε σχοινί ή κρίκο, κν. αγκυρίζω, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι, καλύπτομαι με… …   Dictionary of Greek

  • επίπροσθεν — ἐπίπροσθεν (AM) [πρόσθεν] επίρρ. 1. (για τόπο) μπροστά («ποῑον ἐπίπροσθεν νέφος θῶμαι», Ευρ.) 2. (με γεν.) μπροστά σε κάτι («ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα», Πλάτ.) 3. (για βαθμό, τάξη, σειρά) πρώτα, σε πρώτη θέση (α. «καί μὴ ‘πίπροσθεν τῶν ἐμῶν… …   Dictionary of Greek

  • επαλινδούμαι — ἐπαλινδοῡμαι, έομαι (Α) καλύπτομαι καθώς κυλιέμαι, επικαλύπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλινδούμαι «στριφογυρίζω, κυλιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • επαμπέχω — ἐπαμπέχω και ἐπαμπίσχω (Α) 1. επικαλύπτω («ὕβρει δὲ καὶ κόμπῳ ἐπαμπέχειν ἐβούλοντο», Πλούτ.) 2. μέσ. ἐπαμπέχομαι καλύπτομαι, καλύπτω τον εαυτό μου (α. «δέρμα ἰσχυρὸν ἐπαμπέχεται», Πλούτ. β. «γῆν καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα και τὰ ἐκ τούτων ἐπαμπίσχεται»,… …   Dictionary of Greek

  • επικλείω — (I) ἐπικλείω και αττ. τ. ἐπικλῄω (AM) [κλείω] κλείνω με πώμα, σφραγίζω, βουλλώνω αρχ. μσν. (για πόρτα) κλείνω ερμητικά, σφαλώ αρχ. 1. παθ. ἐπικλείομαι συμπτύσσομαι 2. καλύπτομαι από κάτι. (II) ἐπικλείω (Α) 1. επαινώ, εκθειάζω 2. διηγούμαι κάτι με …   Dictionary of Greek

  • επιπτύσσω — ἐπιπτύσσω (Α) [πτύσσω] 1. διπλώνω («ἐπιπτύξας τὸ γραμματεῑον», Λουκιαν.) 2. κάνω πτυχές, σούρες 3. μέσ. ἐπιπτύσσομαι διπλώνομαι και καλύπτομαι, κλείνομαι κάπου («τὴν ἐπιγλωττίδα... ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • εφαμμίζω — ἐφαμμίζω (Α) [έφαμμος] πάπ. 1. γεμίζω με άμμο 2. μέσ. ἐφαμμίζομαι καλύπτομαι από άμμο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»