-
1 καλό-θριξ
καλό-θριξ, τριχος, = καλλί-ϑριξ, Hdn. epim. 16.
-
2 κάλοθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλοθριξ
См. также в других словарях:
ομοιόθριξ — ὁμοιόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει όμοιες τρίχες με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλό θριξ)] … Dictionary of Greek
ομόθριξ — ὁμόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει όμοιες τρίχες με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλό θριξ)] … Dictionary of Greek