Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλο-εργός

См. также в других словарях:

  • ολβιοεργός — ὀλβιοεργός, όν (Α) (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + εργός (< ἔργον), πρβλ. καλο εργός] …   Dictionary of Greek

  • παντοεργός — όν, ΜΑ αυτός που κατορθώνει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. καλο εργός] …   Dictionary of Greek

  • καλοεργός — ο (Μ καλοεργός) νεοελλ. το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο μσν. αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, κακο εργός] …   Dictionary of Greek

  • καλοεργέτις — καλοεργέτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που κάνει το καλό («καλοεργέτις ψυχή», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργέτις (θηλ. τού εργετης < εργός < ἔργον), πρβλ. ευ εργέτις, κακο εργέτις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»