-
1 καλο-ειδής
καλο-ειδής, ές, von schöner Art, Rhett. VIII, 56.
-
2 καλοειδής
κᾰλο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοειδής
-
3 καλοειδής
καλο-ειδής, ές, von schöner Art
См. также в других словарях:
καλοειδής — ές (Α καλοειδής, ες) ωραίος στη μορφή νεοελλ. αυτός που ανήκει σε καλό, σε ωραίο είδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ειδής (< εἶδος), πρβλ. κακο ειδής, μακρο ειδής] … Dictionary of Greek