-
1 καλοποδίω
-
2 καλοποδίῳ
См. также в других словарях:
καλοποδίῳ — καλοπόδιον lasts neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καλοποδίω
2 καλοποδίῳ
καλοποδίῳ — καλοπόδιον lasts neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)