-
1 καλλ-ιέρημα
καλλ-ιέρημα, τό, Opfer mit guter Vorbedeutung, ϑυσία εὐπρόςδεκτος VLL.
-
2 καλλιέρημα
καλλ-ιέρημα, τό, Opfer mit guter Vorbedeutung
1 καλλ-ιέρημα
καλλ-ιέρημα, τό, Opfer mit guter Vorbedeutung, ϑυσία εὐπρόςδεκτος VLL.
2 καλλιέρημα