-
1 καλλιτέχνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιτέχνης
-
2 καλλιτεχνία
καλλῐτεχν-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιτεχνία
-
3 καλλίτεχνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίτεχνος
См. также в других словарях:
παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… … Dictionary of Greek