Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλλώπισμα

См. также в других словарях:

  • καλλώπισμα — ornament neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλώπισμα — το (AM καλλώπισμα) [καλλωπίζω] το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει μσν. αρχ. το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος αρχ. 1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ… …   Dictionary of Greek

  • καλλωπισμάτων — καλλώπισμα ornament neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσμασι — καλλώπισμα ornament neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσμασιν — καλλώπισμα ornament neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσματα — καλλώπισμα ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσματι — καλλώπισμα ornament neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσματος — καλλώπισμα ornament neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμμωμα — κόμμωμα, τὸ (Α) [κομμώ (II)] καλλώπισμα, διακόσμηση …   Dictionary of Greek

  • ωράισμα — ίσματος, το / ὡράϊσμα, ΝΜΑ [ὡραΐζω] καθετί που εξωραΐζει, καλλώπισμα, στόλισμα …   Dictionary of Greek

  • ДАМИАН ВАТОПЕДСКИЙ — [греч. Ϫαμιανὸς Βατοπεδινός], иером., греч. мелург (нач. 3 й четв. XVII сер. 1 й четв. XVIII в.). Ссылки на муз. произведения Д. В. и их подборки встречаются во мн. греч. певч. рукописях поствизант. периода, гл. обр. кон. XVII в. и более поздних …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»