Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καλλίστευμα

См. также в других словарях:

  • καλλίστευμα — καλλίστευμα, τὸ (Α) [καλλιστεύω] 1. το προτέρημα τής ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος 2. το βραβείο τής ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.) 3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» το δεύτερο βραβείο… …   Dictionary of Greek

  • καλλιστευμάτων — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεύματα — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεύματι — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»