-
1 καλλιδιφρος
См. также в других словарях:
καλλίδιφρος — καλλίδιφρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο άρμα («Παλλάδος ἐν πόλει τᾱς καλλιδίφρου θεᾱς ναίουσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + διφρος (< δίφρος «άρμα»), πρβλ. ποικιλό διφρος, ρυσί διφρος] … Dictionary of Greek
καλλίδιφρος — with beautiful chariot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιδίφρου — καλλίδιφρος with beautiful chariot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιδίφρους — καλλίδιφρος with beautiful chariot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)