-
1 καλλιδενδρος
См. также в других словарях:
καλλίδενδρος — καλλίδενδρος, ον (Α) (για τόπο) 1. αυτός που έχει ωραία δένδρα 2. αυτός που έχει πλούσια δενδροφυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. μεγαλό δενδρος, ολιγό δενδρος] … Dictionary of Greek
καλλίδενδρον — καλλίδενδρος with fine trees masc/fem acc sg καλλίδενδρος with fine trees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιδενδρότατος — καλλίδενδρος with fine trees masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
καλλιδενδρία — καλλιδενδρία, ἡ (Α) [καλλίδενδρος] δάσος με ωραία δένδρα … Dictionary of Greek