Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καλλίδενδρος

См. также в других словарях:

  • καλλίδενδρος — καλλίδενδρος, ον (Α) (για τόπο) 1. αυτός που έχει ωραία δένδρα 2. αυτός που έχει πλούσια δενδροφυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. μεγαλό δενδρος, ολιγό δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίδενδρον — καλλίδενδρος with fine trees masc/fem acc sg καλλίδενδρος with fine trees neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιδενδρότατος — καλλίδενδρος with fine trees masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιδενδρία — καλλιδενδρία, ἡ (Α) [καλλίδενδρος] δάσος με ωραία δένδρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»