-
1 κάλλυνθρον
κάλλυν-θρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλλυνθρον
-
2 καλλυντήριος
καλλυν-τήριος, ον,A of or for beautifying: hence τὰ Κ., a festival on the 19th Thargelion, when the statue of Athena Polias was fresh adorned, Phot., EM487.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλυντήριος
-
3 καλλυντής
II = κουρεύς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλυντής
-
4 κάλλυντρον
κάλλυν-τρον, τό,II an unknown shrub, Arist.HA 553a20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλλυντρον
-
5 καλλύνω
2 metaph., gloss over,ὅταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ S.Ant. 496
; εὐδιάβολον κακὸν κ. Pl. Lg. 944b.3 [voice] Med., pride oneself in a thing, Id.Ap. 20c;ἐπί τινι Ael.VH3.19
.II sweep clean, Arist.Pr. 936b27, UPZ79.17 (ii B.C.); ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται [ ἡ πλατεῖα] Plb.6.33.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλύνω
См. также в других словарях:
ιλαρυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ιλαρότητα, χαροποιός, χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρύνω + κατάλ. τικος (πρβλ. καλλυν τικός, μεγεθυν τικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek