-
1 καλλωπιζω
1) украшать, приукрашивать(τὸ ὄνομα Plat.)
; разукрашивать(τέν πόλιν ὥσπερ γυναῖκα Plut.)
κεκαλλωπισμένη τὸ χρῶμα Xen. — с накрашенным лицом2) med. прикрашиваться, наряжатьсяταῦτα δέ ἐκαλλωπισάμην Plat. — вот я и нарядился;
κ. περὴ κόμην Plut. — красиво причесываться3) med. кокетничать, рисоваться, чваниться(πρός τινα Plat., Plut.; περὴ τῶν ἀκριβῶς γνωριζομένων Arst.)
4) med. гордиться(τινι Plat., Plut. и ἐπί τινι Plat., Arst.)
5) med. делать вид, притворятьсяλόγῳ παραιτεῖσθαι καλλωπιζόμενος Plut. — на словах делая вид, что отклоняет (диктаторские полномочия)
-
2 καλλωπίζω
μετ. украшать, наряжать, разукрашивать;καλλωπίζομαι — краситься, мазаться; — прихорашиваться
См. также в других словарях:
καλλωπίζω — beautify the face pres subj act 1st sg καλλωπίζω beautify the face pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπίζω — καλλωπίζω, καλλώπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… … Dictionary of Greek
καλλωπίζω — καλλώπισα, καλλωπίστηκα, καλλωπισμένος, κάνω κάτι ωραίο, ευπρεπίζω, στολίζω: Καλλωπίστηκε και βγήκε βόλτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλλωπίζεσθε — καλλωπίζω beautify the face pres imperat mp 2nd pl καλλωπίζω beautify the face pres ind mp 2nd pl καλλωπίζω beautify the face imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπίζετε — καλλωπίζω beautify the face pres imperat act 2nd pl καλλωπίζω beautify the face pres ind act 2nd pl καλλωπίζω beautify the face imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπίζῃ — καλλωπίζω beautify the face pres subj mp 2nd sg καλλωπίζω beautify the face pres ind mp 2nd sg καλλωπίζω beautify the face pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπίσει — καλλωπίζω beautify the face aor subj act 3rd sg (epic) καλλωπίζω beautify the face fut ind mid 2nd sg καλλωπίζω beautify the face fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπίσω — καλλωπίζω beautify the face aor subj act 1st sg καλλωπίζω beautify the face fut ind act 1st sg καλλωπίζω beautify the face aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπίσῃ — καλλωπίζω beautify the face aor subj mid 2nd sg καλλωπίζω beautify the face aor subj act 3rd sg καλλωπίζω beautify the face fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαλλωπισμένα — καλλωπίζω beautify the face perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκαλλωπισμένᾱ , καλλωπίζω beautify the face perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκαλλωπισμένᾱ , καλλωπίζω beautify the face perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)