Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλλοποιῷ

См. также в других словарях:

  • καλλοποιώ — καλλοποιῶ, έω (Α) [καλλοποιός] κάνω το καλό, είμαι ενάρετος …   Dictionary of Greek

  • καλλοποιῷ — καλλοποιός producing beauty masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»