-
1 καλλοποιού
-
2 καλλοποιοῦ
См. также в других словарях:
καλλοποιοῦ — καλλοποιός producing beauty masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καλλοποιού
2 καλλοποιοῦ
καλλοποιοῦ — καλλοποιός producing beauty masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)