-
101 καλλί-χοιρος
καλλί-χοιρος, mit schönen Ferkeln, Arist. H. A. 6, 18.
-
102 καλλί-βωλος
καλλί-βωλος, schönschollig, mit fruchtbarem Boden, ἄστυ Eur. Or. 1382; bei Eustath. auch καλλιβῶλαξ.
-
103 καλλί-κρεας
καλλί-κρεας, εως, τό, schönes Fleisch, Galen., = πάγκρεας.
-
104 καλλί-εργος
καλλί-εργος, schön gearbeitet, Philo aus Plat.
-
105 καλλί-κρουνος
καλλί-κρουνος, dasselbe, Sp.
-
106 καλλί-κρηνος
καλλί-κρηνος, mit schöner Quelle, Pind. frg. 211.
-
107 καλλί-κτιτος
καλλί-κτιτος, schön gebau't, Nonn. D. 26, 85.
-
108 καλλί-ζωνος
καλλί-ζωνος, mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.
-
109 καλλί-καρπος
καλλί-καρπος, mit schönen Früchten, fruchtbar; Σικελία Aesch. Prom. 369; Πελασγία Eur. Herc. F. 464; μίλαξ Bacch. 108; Sp., τόπος καλλικαρπότατος Pol. 5, 19, 2, Κυρήνη Strab. XVII, 837, χώρα Plut. Lyc. 15.
-
110 καλλί-κερως
καλλί-κερως, ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).
-
111 καλλί-γαμος
καλλί-γαμος, schön vermählt, λέκτρα Paul. Sil. 67 (IX, 765).
-
112 καλλί-κοκκος
καλλί-κοκκος, schönkernig, Theophr.
-
113 καλλί-γονος
καλλί-γονος, = καλλιγενής, Porphyr. bei Euseb.
-
114 καλλί-κομος
-
115 καλλί-γλουτος
καλλί-γλουτος, mit schönen Hinterbacken, Ἀφροδίτη Nic. bei Clem. Al. p. 33.
-
116 καλλί-μαστος
καλλί-μαστος, mit schönen Brüsten, Tzetz. A. H. 357 P. H. 506.
-
117 καλλί-μαχος
καλλί-μαχος, schön kämpfend, Liban.
-
118 καλλί-διφρος
καλλί-διφρος, mit schönem Wagen, Ἀϑηναία Eur. Hec. 485.
-
119 καλλί-δενδρος
καλλί-δενδρος, mit schönen Bäumen; Schol. Pind. Ol. 9, 27; καλλιδενδρότατος τόπος Pol. 5, 19, 2.
-
120 καλλί-ναος
καλλί-ναος, schön fließend; Κηφισός Eur. Med. 835; sp. D., Ap. Rh. 1, 1228, πῖδαξ Hermocrat. 1 (IX, 327); – καλλιναώτατος Hesych.
См. также в других словарях:
καλλιόνως — καλλῑόνως , καλλίων adverbial καλός beautiful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίους — καλλί̱ους , καλλίων masc/fem acc pl καλλιόω make more beautiful imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) καλός beautiful masc/fem nom/acc comp pl καλός beautiful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιέπεια — θεσπιέπεια, ἡ (Α) αυτή που εκπέμπει θεία έπη, η προφητική («θεσπιέπεια Δελφίς πέτρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + έπεια (< έπης < έπος), πρβλ. καλλι έπεια < καλλι επής. Μολονότι εξ απόψεως παραγωγής ο τ. είναι ουσιαστικό,… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
καλλίρουν — καλλίρους beautiful flowing masc/fem acc sg καλλίρους beautiful flowing neut nom/voc/acc sg καλλί̱ρουν , καλλιερέω have favourable signs in a sacrifice imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καλλί̱ρουν , καλλιερέω have favourable signs in … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kalderimi — durch die Aradena Schlucht auf Kreta Ein Kalderimi (griechisch καλντερίμι (n. sg.), Mehrzahl Kalderimia) ist ein gepflasterter Saumpfad in Griechenland. Die sorgfältig angelegten Wege sind mindestens 300, wahrscheinlich aber über 1000… … Deutsch Wikipedia
Marathokambos (Samos) — Gemeinde Marathokambos Δήμος Μαραθοκάμπου DEC … Deutsch Wikipedia
Каллин — (Callinus, Καλλι̃νος). Родом из Эфеса, жил около 700 г. до Р. X. Он считался у греков изобретателем элегии. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина, 1894.) … Энциклопедия мифологии
КАЛЛИН — • Callīnus, Καλλι̃νος, см. Elegia, Элегия … Реальный словарь классических древностей
калли — (гк) καλόζ (καλλἰ ) красивый каллиграфия искусство красивого письма калейдоскоп оптическая игрушка; быстрая и беспорядочная смена чего л. (букв. созерцание красивых образов; См. греч. эйд) … Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого
επίτεξ — ἐπίτεξ, ἡ (Α) επίτοκος, ετοιμόγεννη (α. «μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῡσαν», Ηρόδ. β. «ὡς ἐπίτεξ ἐστίν [ἡ κύων]», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *τεξ (< τίκτω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά τεξ, καλλί τεξ)] … Dictionary of Greek