-
21 καλλι-τόκος
καλλι-τόκος, = καλλίτεκνος, Christod. Ecphr. 132.
-
22 καλλι-τεχνέω
καλλι-τεχνέω, schön u. kunstvoll arbeiten, Sp.
-
23 καλλι-τεχνία
καλλι-τεχνία, ἡ, Schönheit der Kunstarbeit, Plut. Pericl. 13 u. a. Sp., auch Kunstgeschicklichkeit.
-
24 καλλι-τεκνία
καλλι-τεκνία, ἡ, = καλλιπαιδία, Parthen. 33.
-
25 καλλι-τέχνης
καλλι-τέχνης, ὁ, der schön und kunstvoll arbeitet, Anacr. 4, 1 u. Sp.
-
26 καλλι-τέχνημα
καλλι-τέχνημα, τό, schöne Kunstarbeit, Eust.
-
27 καλλι-φυής
καλλι-φυής, ές, von schönem Wuchs, schöner Gestatt, Nonn. D. 13, 171.
-
28 καλλι-φωνέω
καλλι-φωνέω, schön, wohllautend sprechen, Eust.
-
29 καλλι-φωνία
καλλι-φωνία, ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp.
-
30 καλλι-φύτευτος
καλλι-φύτευτος, schön bepflanzt, Sp.
-
31 καλλι-φεγγής
καλλι-φεγγής, ές, schön leuchtend; Ἕως Eur. Hipp. 457 Tr. 860; Theodect. Stob. fl. 10, 8.
-
32 καλλι-χέλωνος
καλλι-χέλωνος, mit einer schönen Schildkröte, ὀβολός, vom Gepräge, Eupol. bei Poll. 9, 74.
-
33 καλλι-αστράγαλος
καλλι-αστράγαλος, mit schönen Knöcheln, Arist. H. A. 2, 1.
-
34 καλλι-βόας
καλλι-βόας, schön rufend, tönend; Soph. αὐλός, Tr. 637; Ar. Av. 682; Sp.
-
35 καλλι-επέω
καλλι-επέω, schön reden; κεκαλλιεπημένοι λόγοι ῥήμασί τε καὶ ὀνόμασι Plat. Apol. 17 b; Arist. rhet. 3, 2. – Med. in derselben Bdtg, Thuc. 6, 83.
-
36 καλλι-γραφικός
καλλι-γραφικός, ή, όν, schön stylisirt, Eust.
-
37 καλλι-γραφέω
καλλι-γραφέω, schön schreiben, malen, Sp.; τὸ πρόςωπον, schminken, Poll. 5, 102; vom schönen Styl, schön schreiben, Arist. rhet. Alex. praef. in med.; κεκαλλιγραφημένη λέξις D. L. 7, 18; vgl. Lob. zu Phryn. 122, wo das Wort als unattisch bezeichnet ist.
-
38 καλλι-γραφία
καλλι-γραφία, ἡ, das Schönschreiben, Malen, Plut. Pyth. or. 7, auch der schöne Styl, ἡ ἐν τοῖς μέλεσι καλλ. conjug. praec. extr.; D. L. 3, 66.
-
39 καλλι-εργέω
καλλι-εργέω, schön arbeiten, Sp.
-
40 καλλι-γράφος
καλλι-γράφος, schön schreibend, malend, Sp.
См. также в других словарях:
καλλιόνως — καλλῑόνως , καλλίων adverbial καλός beautiful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίους — καλλί̱ους , καλλίων masc/fem acc pl καλλιόω make more beautiful imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) καλός beautiful masc/fem nom/acc comp pl καλός beautiful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιέπεια — θεσπιέπεια, ἡ (Α) αυτή που εκπέμπει θεία έπη, η προφητική («θεσπιέπεια Δελφίς πέτρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + έπεια (< έπης < έπος), πρβλ. καλλι έπεια < καλλι επής. Μολονότι εξ απόψεως παραγωγής ο τ. είναι ουσιαστικό,… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
καλλίρουν — καλλίρους beautiful flowing masc/fem acc sg καλλίρους beautiful flowing neut nom/voc/acc sg καλλί̱ρουν , καλλιερέω have favourable signs in a sacrifice imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καλλί̱ρουν , καλλιερέω have favourable signs in … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kalderimi — durch die Aradena Schlucht auf Kreta Ein Kalderimi (griechisch καλντερίμι (n. sg.), Mehrzahl Kalderimia) ist ein gepflasterter Saumpfad in Griechenland. Die sorgfältig angelegten Wege sind mindestens 300, wahrscheinlich aber über 1000… … Deutsch Wikipedia
Marathokambos (Samos) — Gemeinde Marathokambos Δήμος Μαραθοκάμπου DEC … Deutsch Wikipedia
Каллин — (Callinus, Καλλι̃νος). Родом из Эфеса, жил около 700 г. до Р. X. Он считался у греков изобретателем элегии. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина, 1894.) … Энциклопедия мифологии
КАЛЛИН — • Callīnus, Καλλι̃νος, см. Elegia, Элегия … Реальный словарь классических древностей
калли — (гк) καλόζ (καλλἰ ) красивый каллиграфия искусство красивого письма калейдоскоп оптическая игрушка; быстрая и беспорядочная смена чего л. (букв. созерцание красивых образов; См. греч. эйд) … Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого
επίτεξ — ἐπίτεξ, ἡ (Α) επίτοκος, ετοιμόγεννη (α. «μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῡσαν», Ηρόδ. β. «ὡς ἐπίτεξ ἐστίν [ἡ κύων]», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *τεξ (< τίκτω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά τεξ, καλλί τεξ)] … Dictionary of Greek