-
1 καλλι-ώνυμος
καλλι-ώνυμος, schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4.
-
2 καλλιώνυμος
-
3 καλλιωνυμος
1 καλλι-ώνυμος
καλλι-ώνυμος, schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4.
2 καλλιώνυμος
3 καλλιωνυμος