-
1 καλλι-τόκεια
καλλι-τόκεια, ἡ, schöne Kinder gebärend, Opp. Cyn. 1, 6.
-
2 καλλιτόκεια
καλλι-τόκεια, ἡ, schöne Kinder gebärend
См. также в других словарях:
φλαυροτόκεια — ἡ, Μ η δημιουργία ανώφελων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + τόκεια (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. καλλι τόκεια, καρπο τόκεια] … Dictionary of Greek