Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καλλι-τεχνία

См. также в других словарях:

  • ιπποτεχνία — η το να ανατρέφει και να εκγυμνάζει κάποιος ίππους, ιπποκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] …   Dictionary of Greek

  • κηποτεχνία — Βλ. λ. κήπος. * * * η η τέχνη τού σχεδιασμού κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] …   Dictionary of Greek

  • περισσοτεχνία — η, ΝΑ 1. η υπερβολική ακρίβεια στην τέχνη, η υπερβολική επιτήδευση 2. η μεγάλη μαστοριά, η επιδεξιότητα στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροτεχνία — η, Ν η τέχνη τής κατεργασίας τού σιδήρου και τού χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»