Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καλλι-στέφανος

См. также в других словарях:

  • μονοστέφανος — η, ο (Α μονοστέφανος, ον) νεοελλ. αυτός που νυμφεύθηκε μία μόνο φορά αρχ. αυτός που νίκησε σε ένα μόνο άθλημα, που στεφανώθηκε σε έναν μόνον αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στέφανος (πρβλ. καλλι στέφανος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλησιστέφανος — ον, Α αυτός στον οποίο αρέσουν τα στεφάνια, φιλοστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φιλησι τού φιλῶ (πρβλ. φίλησις) + στέφανος (πρβλ. καλλι στέφανος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»