-
1 καλλι-ρέεθρος
καλλι-ρέεθρος, schön fließend; κρήνη Od. 10, 107; Ἴστρος Hes. Th. 339; Δίρκα Eur. Herc. Fur. 784.
-
2 καλλιρέεθρος,
καλλι-ρέεθρος, u. καλλί-ροος, schön fließend -
3 καλλίροος
καλλι-ρέεθρος, u. καλλί-ροος, schön fließend -
4 καλλιρέεθρος
καλλῐ-ρέεθρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιρέεθρος
-
5 καλλιρέεθρος
καλλι-ρέεθρος: beautifully-flowing. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καλλιρέεθρος
-
6 καλλιρεεθρος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский