-
1 καλλι-πρόβατος
καλλι-πρόβατος, mit schönen Schaafen, VLL., Erkl. von εὔρηνος.
-
2 καλλιπρόβατος
См. также в других словарях:
πολυπρόβατος — ον, Α αυτός που έχει πολλά πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρόβατον (πρβλ. καλλι πρόβατος)] … Dictionary of Greek