-
1 καλλι-παιδία
καλλι-παιδία, ἡ, Besitz schöner Kinder.
-
2 καλλιπαιδία
καλλι-παιδία, ἡ, Besitz schöner Kinder
См. также в других словарях:
ωλεσίτεκνος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. καλλί τεκνος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ.… … Dictionary of Greek