Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καλλι-πάρῃος

См. также в других словарях:

  • ιπποπάρηος — ἱπποπάρῃος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάγουλα, μεγάλες παρειές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + παρῃος (< παρηιά «μάγουλο»), πρβλ. καλλι πάρηος, χαλκο πάρηος (βλ. και λ. ιππό κρημνος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπάρηος — μεγαλοπάρῃος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες παρειές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πάρῃος (< παρειαί), πρβλ. καλλι πάρηος, χαλκο πάρηος] …   Dictionary of Greek

  • παρειά — η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα 1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο 2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίου αρχ. 1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού… …   Dictionary of Greek

  • φοινικοπάρηος — και δωρ. τ. φοινικοπάραος, ον, Α (για πλοίο) αυτός τού οποίου οι δύο πλευρές τής πλώρης είναι βαμμένες με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πάρηος / παραος (< παρειαί «μάγουλα», βλ. λ. παρειά), πρβλ. καλλι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»