-
1 καλλι-πάρειος
καλλι-πάρειος, = Folgdm, Poll. 2, 87.
-
2 καλλιπάρῃος,
καλλι-πάρῃος, u. καλλι-πάρειος, schönwangig -
3 καλλιπάρειος
καλλι-πάρῃος, u. καλλι-πάρειος, schönwangig
См. также в других словарях:
ιοπάρειος — ἰοπάρειος, ον (Μ) αυτός που έχει παρειές με χρώμα ίου, καλλιπάρειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πάρειος (< παρειά), πρβλ. καλλι πάρειος, λευκο πάρειος] … Dictionary of Greek
ροδοπάρειος — α, ο, Ν ροδομάγουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + παρειά «μάγουλο» (πρβλ. καλλι πάρειος, λευκο πάρειος)] … Dictionary of Greek