Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καλλι-γένεθλος

См. также в других словарях:

  • καρπογένεθλος — καρπογένεθλος, ον (Α) καρπογόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + γένεθλος (< γενέθλη, γένεθλον < γίγνομαι), πρβλ. καλλι γένεθλος, υψι γένεθλος] …   Dictionary of Greek

  • παντογένεθλος — ον, Α 1. ο πατέρας όλων («παντογένεθλος Ζεύς», Ορφ.) 2. ο παντός είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + γένεθλος (< γενέθλη), πρβλ. καλλι γένεθλος] …   Dictionary of Greek

  • ρυσιγένεθλος — ον, Μ αυτός που διαφυλάσσει το γένος, τους απογόνους του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. καλλι γένεθλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»