-
1 καλλι-αστράγαλος
καλλι-αστράγαλος, mit schönen Knöcheln, Arist. H. A. 2, 1.
-
2 καλλιαστράγαλος
См. также в других словарях:
πολυαστράγαλος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους 2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλι αστράγαλος)] … Dictionary of Greek