-
1 καλλιχωρια
См. также в других словарях:
καλλιχωρία — καλλιχωρία, ἡ (Α) η ωραιότητα μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + χωρία (< χωρος ή < χωρῶ < χῶρος), πρβλ. ευρυ χωρία, στενο χωρία] … Dictionary of Greek
1 καλλιχωρια
καλλιχωρία — καλλιχωρία, ἡ (Α) η ωραιότητα μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + χωρία (< χωρος ή < χωρῶ < χῶρος), πρβλ. ευρυ χωρία, στενο χωρία] … Dictionary of Greek