Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καλλιφεγγής

См. также в других словарях:

  • καλλιφεγγής — καλλιφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει καλά («καλλιφεγγὲς ἡλίου σέλας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • καλλιφεγγής — beautiful shining masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιφεγγῆ — καλλιφεγγής beautiful shining neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καλλιφεγγής beautiful shining masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καλλιφεγγής beautiful shining masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιφεγγεῖς — καλλιφεγγής beautiful shining masc/fem acc pl καλλιφεγγής beautiful shining masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιφεγγές — καλλιφεγγής beautiful shining masc/fem voc sg καλλιφεγγής beautiful shining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιφεγγοῦς — καλλιφεγγής beautiful shining masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»