-
1 καλλιστρούθια
καλλιστρούθιαfig: neut nom /voc /acc pl -
2 καλλιστρούθια
καλλιστρούθια, τά, name of a kind ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιστρούθια
-
3 καλλιστρουθίων
καλλιστρούθιαfig: neut gen pl
См. также в других словарях:
καλλιστρούθια — καλλιστρούθια, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στρούθια (< στρουθός «σπουργίτης»). Το σπουργίτι αναφέρεται στις ονομασίες και άλλων καρπών ή φυτών (πρβλ. στρούθεια μῆλα «κυδώνια», στρούθειον «σαπουνόρριζα»)] … Dictionary of Greek
καλλιστρούθια — fig neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστρουθίων — καλλιστρούθια fig neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)