Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καλλιστεῖον

См. также в других словарях:

  • καλλιστεῖον — offering of what is fairest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεῖα — καλλιστεῖον offering of what is fairest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστείο — το (AM καλλιστεῑον) [κάλλιστος] νεοελλ. στον πληθ. τα καλλιστεία διαγωνισμός ομορφιάς αρχ. 1. βραβείο ομορφιάς 2. στον πληθ. τὰ καλλιστεῑα βραβείο αρετής και ανδρείας …   Dictionary of Greek

  • καλλιστεῖ' — καλλιστεῖα , καλλιστεῖον offering of what is fairest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστείων — καλλιστεί̱ων , καλλιστεῖον offering of what is fairest neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»