-
1 καλλιστεῖον
καλλιστεῖον, τό, Preis der Schönheit, des Schönsten; Eur. I. T. 23; Luc. D. D. 20, 1; καλλιστεῖα κρίνειν Hedyl. 2 ( App. 28). – Preis der Tüchtigkeit, τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας στρατοῦ Soph. Ai. 430, der als Held den Ehrenpreis errungen hat. – Nach Schol. Il. 9, 129 τὰ καλλιστεῖα ein Festspiel in Lesbos.
-
2 καλλιστεῖον
καλλιστεῖον, τό, Preis der Schönheit, des Schönsten; Preis der Tüchtigkeit
См. также в других словарях:
καλλιστεῖον — offering of what is fairest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστεῖα — καλλιστεῖον offering of what is fairest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστείο — το (AM καλλιστεῑον) [κάλλιστος] νεοελλ. στον πληθ. τα καλλιστεία διαγωνισμός ομορφιάς αρχ. 1. βραβείο ομορφιάς 2. στον πληθ. τὰ καλλιστεῑα βραβείο αρετής και ανδρείας … Dictionary of Greek
καλλιστεῖ' — καλλιστεῖα , καλλιστεῖον offering of what is fairest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιστείων — καλλιστεί̱ων , καλλιστεῖον offering of what is fairest neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)