-
1 καλλιρρημοσύνη
καλλιρρημοσύνηelegance of language: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————καλλιρρημοσύνηelegance of language: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 καλλιρρημοσύνῃ
Βλ. λ. καλλιρρημοσύνη -
3 καλλιρρημοσύνη
καλλι-ρρημοσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιρρημοσύνη
-
4 καλλιρρημοσύνην
καλλιρρημοσύνηelegance of language: fem acc sg (attic epic ionic) -
5 καλλιρρημοσύνης
καλλιρρημοσύνηelegance of language: fem gen sg (attic epic ionic) -
6 καλορρημοσύνη
κᾰλο-ρρημοσύνη, ἡ,A = καλλιρρημοσύνη, Hsch. s.v. εὐηγορία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλορρημοσύνη
См. также в других словарях:
καλλιρρημοσύνη — καλλιρρημοσύνη, ἡ (Α) [καλλιρρήμων] 1. η κομψότητα τού λόγου, η καλλιέπεια 2. η αλαζονική γλώσσα, η κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek
καλλιρρημοσύνη — elegance of language fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιρρημοσύνῃ — καλλιρρημοσύνη elegance of language fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιρρημοσύνην — καλλιρρημοσύνη elegance of language fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιρρημοσύνης — καλλιρρημοσύνη elegance of language fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσιμαχίδης — (1ος αι. π.Χ.). Γραμματικός. Υπήρξε αντίζηλος του Καικίλιου, στον οποίο επιτέθηκε στο λεξικό του Καλλιρρημοσύνη και προσπάθησε να καταστήσει λανθασμένες τις ερμηνείες του. Το πιο σημαντικό έργο του Λ. ήταν το Περί Aθήναισι εορτών και μηνών, το… … Dictionary of Greek