Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλλιγραφία

См. также в других словарях:

  • καλλιγραφίᾳ — καλλιγραφίᾱͅ , καλλιγραφία beautiful writing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγραφία — Η τέχνη της γραφής ωραίων και κανονικών γραμμάτων. Όλοι οι λαοί, και ιδιαίτερα οι ανατολικοί, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την κ., ήδη από τότε που επινοήθηκε η γραφή. Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, προκειμένου να επιτύχουν την ευθύτητα των… …   Dictionary of Greek

  • καλλιγραφία — η ωραίο και κανονικό γράψιμο: Πρέπει να ασκηθείτε στην καλλιγραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλλιγραφίας — καλλιγραφίᾱς , καλλιγραφία beautiful writing fem acc pl καλλιγραφίᾱς , καλλιγραφία beautiful writing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγραφίαν — καλλιγραφίᾱν , καλλιγραφία beautiful writing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • καλλιγραφικός — ή, ό (AM καλλιγραφικός, ή, όν) [καλλιγράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιγραφία, ο γραμμένος με ωραία γράμματα 2. φρ. «καλλιγραφικά στοιχεία» τυπογραφικά στοιχεία που αναπαράγουν γράμματα γραμμένα με το χέρι μσν. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Kaligraphie — Kalligrafie bzw. Kalligraphie (v. griechisch Καλλιγραφία (kalligraphia), κάλλος (kállos, Schönheit) bzw. καλός (kalós, schön, gut) und γράφειν (gráphein, schreiben)) ist die Kunst des „Schönschreibens“ von Hand, mit Federkiel, Pinsel, Tinte oder… …   Deutsch Wikipedia

  • Kalligraf — Kalligrafie bzw. Kalligraphie (v. griechisch Καλλιγραφία (kalligraphia), κάλλος (kállos, Schönheit) bzw. καλός (kalós, schön, gut) und γράφειν (gráphein, schreiben)) ist die Kunst des „Schönschreibens“ von Hand, mit Federkiel, Pinsel, Tinte oder… …   Deutsch Wikipedia

  • Kalligrafie — bzw. Kalligraphie (v. griechisch Καλλιγραφία (kalligraphia), κάλλος (kállos, Schönheit) bzw. καλός (kalós, schön, gut) und γράφειν (gráphein, schreiben)) ist die Kunst des „Schönschreibens“ von Hand, mit Federkiel, Pinsel, Tinte oder anderen… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»