-
1 καλλιβάντες
καλλιβάντες· ὅμοια σμιλίοις καὶ ψαλίσιν, ἐν αἷς τὰς ὀφρῦς κοσμοῦσιν αἱ γυναῖκες, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιβάντες
-
2 καλλιβάντες
Grammatical information: ?Meaning: ὄμοια σμιλίοις καὶ ψαλίσιν, ἐν αἷς τὰς ὀφρὖς κοσμοὖσιν αἱ γυναἶκες. [ ἅνθη.] [ ἥ γένος ὀρχήσεως ἀσχημόνως τὦν ἰσχίων κρατουμένων.]Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. Words in -( ιβ)αντ- are Pre-Greek.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλλιβάντες
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский