-
1 καλλιβλεφαρος
См. также в других словарях:
καλλιβλέφαρος — καλλιβλέφαρος, ον (AM) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλιβλέφαρον (ενν. φάρμακον) χρωστική ουσία που χρησίμευε για τη βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο… … Dictionary of Greek
καλλιβλέφαρος — with beautiful eyelids masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιβλέφαρον — καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids masc/fem acc sg καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιβλεφάροις — καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιβλεφάρους — καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιβλέφαρα — καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιβλέφαροι — καλλιβλέφαρος with beautiful eyelids masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek