-
1 καλλίκρηνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίκρηνος
См. также в других словарях:
εύκρηνος — εὔκρηνος, ον, επικ. τ. ἐΰκρηνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες 2. αυτός που αρδεύεται καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχί κρηνος, καλλί κρηνος] … Dictionary of Greek