-
1 καλλίγαμος
καλλί-γᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίγαμος
См. также в других словарях:
ευζυγής — εὐζυγής, ές (Α) φρ. «εὐζυγὴς γάμος» ταιριαστός, πετυχημένος γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυγής (< ζυγόν), πρβλ. α ζυγής, καλλι ζυγής] … Dictionary of Greek