-
1 καλλί-βωλος
καλλί-βωλος, schönschollig, mit fruchtbarem Boden, ἄστυ Eur. Or. 1382; bei Eustath. auch καλλιβῶλαξ.
-
2 καλλίβωλος
καλλί-βωλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίβωλος
-
3 καλλίβωλος
καλλί-βωλος, schönschollig, mit fruchtbarem Boden -
4 καλλιβωλος
См. также в других словарях:
μικρόβωλος — μικρόβωλος, ον (Α) αυτός που υπάρχει υπὸ μορφή μικρών βώλων («μικρόβωλος σμύρνα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + βωλος (< βῶλος), πρβλ. καλλί βωλος, χρυσό βωλος] … Dictionary of Greek
μεγαλόβωλος — μεγαλόβωλος, ον (Α) (για χώμα) αυτός που έχει μεγάλους βώλους, εύφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βῶλος (πρβλ. καλλί βωλος, χρυσό βωλος)] … Dictionary of Greek
χρυσόβωλος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για έδαφος) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βωλος (< βῶλος «χώμα, έδαφος»), πρβλ. καλλί βωλος] … Dictionary of Greek