-
1 καλλίβοτρυς
καλλί-βοτρυς, υ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίβοτρυς
См. также в других словарях:
μικρόβοτρυς — μικρόβοτρυς, υος, ο και η (Α) αυτός που έχει μικρούς βότρυς, μικρά τσαμπιά ή ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + βότρυς «σταφύλι» (πρβλ. αγλαό βοτρυς, καλλί βοτρυς] … Dictionary of Greek