Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλλίφως

См. также в других словарях:

  • καλλίφως — καλλίφως, ὁ (Α) (για θεό) αυτός που λάμπει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φῶς, φωτός] …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»