-
1 καλλιπαις
-
2 ποτμος
ὅ (атт. обычно πМο)1) судьба, участь, жребий Hom. etc.π. ἄποτμος Eur. — несчастная судьба;
καλλίπαις π. οἴκων Aesch. — дом, счастливый в детях2) злая участь, гибель -
3 στεφανος
ὅ1) окружность, окружение, кругσ. πολέμοιο Hom. — кипящий вокруг бой;
καλλίπαις σ. Eur. — круг красивых детей2) опоясывающие город стены, городская стена Pind., Anacr.3) венок, венец(σ. χρύσεος HH.; σ. ῥοδόεις Theocr.)
σ. δρυός Eur. — дубовый венок4) досл. победный венок, перен. победаτοῦδε γὰρ ὅ σ. Soph. — победа принадлежит ему
5) награда, знак отличия, слава(σ. δικαιοσύνης Plut.)
στέφανον εὐκλείας μέγαν σχεῖν Soph. — стяжать великую славу6) созвездие Венца Arst.
См. также в других словарях:
καλλίπαις — καλλίπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραία παιδιά («καλλίπαις Λητώ») 2. ωραίο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παις (< παῖς), πρβλ. αρρενό παις, ελευθερό παις] … Dictionary of Greek
καλλίπαις — with beautiful children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδα — καλλίπαις with beautiful children masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδας — καλλίπαις with beautiful children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδι — καλλίπαις with beautiful children masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδος — καλλίπαις with beautiful children masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen … Hofmann J. Lexicon universale
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
ԳԵՂԵՑԿԱՄԱՆՈՒԿ — (նկունք.) NBH 1 0538 Chronological Sequence: 13c ա.գ. Որ ունի մանկունս գեղեցիկս. եւ Մանուկ գեղեցիկ. որպէս յն. καλλίπαις *Գեղեցկամանկունս եւ շատակեացս ստասցի. Վրդն. թուոց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)