-
1 καλλίπαις
καλλί-παις, παιδος, mit schönen Kindern -
2 καλλί-παις
καλλί-παις, παιδος, mit schönen Kindern; οἴκων εὐϑυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί Aesch. Ag. 740; καλλίπαις στέφανος, der Kranz schöner Kinder, Eur. Herc. Fur. 839; bei Plat. Phaedr. 261 a heißt Phädrus so, als Vater schöner Reden; – Νερτέρων καλλίπαις ϑεά, schönes Kind, Eur. Or. 962.
-
3 εὐθύ-δικος
εὐθύ-δικος, gerad, gerecht richtend, gerecht, Aesch. Ag. 739 οἴκων γὰρ εὐϑυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί, auch im fem., εὐϑυδίκαι, richtiger εὐϑύδικαι, von den Eumeniden, Eum. 502; Anacr. ep. 13 (VI, 346).
См. также в других словарях:
καλλίπαις — καλλίπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραία παιδιά («καλλίπαις Λητώ») 2. ωραίο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παις (< παῖς), πρβλ. αρρενό παις, ελευθερό παις] … Dictionary of Greek
καλλίπαις — with beautiful children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδα — καλλίπαις with beautiful children masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδας — καλλίπαις with beautiful children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδι — καλλίπαις with beautiful children masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδος — καλλίπαις with beautiful children masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen … Hofmann J. Lexicon universale
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
ԳԵՂԵՑԿԱՄԱՆՈՒԿ — (նկունք.) NBH 1 0538 Chronological Sequence: 13c ա.գ. Որ ունի մանկունս գեղեցիկս. եւ Մանուկ գեղեցիկ. որպէս յն. καλλίπαις *Գեղեցկամանկունս եւ շատակեացս ստասցի. Վրդն. թուոց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)