-
1 καλλίβοτρυς
καλλί-βοτρυς, υος, schöntraubig -
2 νάρκισσος
νάρκισσος, ὁ, auch ἡ, Theocr. 1, 132 u. Ep. ad. 705 ( App. 120), die Blume Narkissos, von der es mehrere Arten gab; H. h. Cer. 8. 428; καλλίβοτρυς, Soph. O. C. 689; Folgde, wahrscheinlich von ναρκάω, wegen ihres betäubenden Geruchs; vgl. Plut. Symp. 3, 1, 3 ὡς ἀμβλύνων τὰ νεῦρα καὶ βαρύτητας ἐμποιῶν ναρκώδεις.
См. также в других словарях:
καλλίβοτρυς — καλλίβοτρυς, υ (AM) (για κλήμα) αυτό που έχει ωραία τσαμπιά σταφύλια αρχ. (για φυτά) εκείνο που έχει πυκνά, φουντωτά άνθη, πολλές κεφαλές ανθέων από μια ρίζα («καλλίβοτρυς νάρκισσος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βότρυς] … Dictionary of Greek
καλλίβοτρυς — beautiful clustering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek