-
1 καλεσί-χορος
καλεσί-χορος, p. καλεσσίχορος, zum Reigentanz aufrufend, Βρόμιος Orph. Lith. 712.
См. также в других словарях:
καλεσσίχορος — καλεσσίχορος, ον (Α) (επικ. τ.) αυτός που προκαλεί τον χορό ή που καλεί στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλεσσι < αόρ. καλέσ(σ)αι τού ρ. καλῶ + χορός] … Dictionary of Greek