-
1 καλαμώνες
-
2 καλαμῶνες
-
3 ὀρχμαί
ὀρχμαί· φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ, Hsch.: [full] ὀρχμούς· λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον, οὐκ ἐπεργαζόμενον, Lex.Rhet.Cant.p.29 Meier. (Cf. ὀρχάμη.) -
4 ὄρχος
Grammatical information: m.Meaning: `row of vines or fruit trees' (η 127, ω 341, Hes. Sc. 296, B., Ar., X., Thphr.);Other forms: ὀρχός m. `border of the eyelid, ταρσός' (Poll. 2, 69); ὀρχάς περίβολος, αἱμασιά H., ὀρχάδος στέγης (S. Fr. 812); ὀρχηδόν (Hdt. 7, 144), after H., = ἡβηδόν, usu. explained as `in a row, general'.Derivatives: Besides ὄρχατος m. `ordened plantation, garden' (η 112, ω 222, AP), pl. `rows of garden plants, fruit trees, vines' (Ξ 123, E. Fr. 896, 2, Moschio Trag. 6, 12), metaph. ὀδόντων, κιόνων ὄρχατος (AP, Ach. Tat.). With μ-suffix: ὀρχμαί φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ H.; ὀρχμούς λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον οὑκ ἐπεργαζόμενον ( Lex.); in the same meaning ὀρχάμη (Poll. 7, 147).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: If the ἅπ. λεγ. ὀρχηδόν is rightly understood as `following the row', is for ὄρχος also the general meaning `row' to be accepted; from there, prob. as collective abstract, ὄρχατος prop. `order of rows (of plants)'. Then it seems hardly possible, to bring the above words together under a notion `fence, enclosure', which, thought obvious for ὄρχατος in the sense of `garden' and acceptable for the rare ὀρχός, ὀρχάς, hardly fits ὄρχος (pace Porzig Satzinhalte 310). Thus the connection with IE *u̯er-ǵh- `turn, wind together, fence in' in Lith. veržiù `fence in, string' (diff. s. εἴργω), Germ., e.g. OWNo. virgill `snare', NHG er-würgen a.o. (Brugmann IF 15, 84ff., WP. 1, 272f., Pok.1154 f.) is weakened; doubtful as well becomes the comparison with Lith. sérgmi `preserve, watch over' (Fraenkel KZ 72, 193 ff. with Prellwitz). Attractive Mann Lang. 26, 385: to Alb. varg `row, wreath, chain'. -- Commonly accepted is the connection with the town-name Όρχομενός (older Έρχ-, cf. Schwyzer 255; Illyr. Όργομεναί, Krahe ZNF 7, 25 n. 4 a. 11, 81). S. also εἴργω, ἔρχατος, ὄρχαμος. - As there is no IE etymon, it seems more probable that the word (note the meanings!; and th name of the town) is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,434Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄρχος
См. также в других словарях:
καλαμῶνες — καλαμών reed bed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
νερόκοτα — Καλοβατικό πουλί της οικογένειας των Ραλλιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι γαλλινούλη η χλωρόποδη. Έχει φτέρωμα πράσινο μπρούτζινο στη ράχη, μαυριδερό ή γκριζόμαυρο με λευκές λωρίδες στο υπόλοιπο σώμα. Το ράμφος της είναι κωνικό, κίτρινο… … Dictionary of Greek
ορχμαί — ὀρχμαί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. μή] … Dictionary of Greek
όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek