Перевод: со всех языков на французский

с французского на все языки

καλαμίνθη

  • 1 calamintha

    călămintha, ae, (călăminthē, ēs) f. herbe aux chats.    - [gr]gr. καλαμίνθη, ης.
    * * *
    călămintha, ae, (călăminthē, ēs) f. herbe aux chats.    - [gr]gr. καλαμίνθη, ης.
    * * *
        Calamintha, calaminthae, vel Calaminthe, calaminthes, Species menthae, vel pulegii. Dioscorides. Du pouliot sauvage, L'herbe au chat.

    Dictionarium latinogallicum > calamintha

См. также в других словарях:

  • καλαμίνθη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνθῃ — καλαμίνθη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνθη — (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • καλαμίνθαις — καλαμίνθη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνθην — καλαμίνθη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνθης — καλαμίνθη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμινθος — ο (Α καλάμινθος) η καλαμίνθη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. καλαμίνθη] …   Dictionary of Greek

  • καλαμίνθα — καλαμίνθᾱ , καλαμίνθη fem nom/voc/acc dual καλαμίνθᾱ , καλαμίνθη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • calaminta — ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta herbácea medicinal de flores con corola azulada y tubo recto. (Calamintha.) TAMBIÉN calamento * * * calaminta (del lat. «calaminthe», del gr. «kalamínthē») f. *Calamento (planta leguminosa). * * * calaminta.… …   Enciclopedia Universal

  • έρπυλλος — ο (Α ἕρπυλλος, ὁ και ποιητ. ἕρπυλλος, ἡ) [έρπω] 1. ευώδης θάμνος τής οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. θύμος ο έρπυλλος 2. φρ. «ερπύλλου έλαιον» άχρωμο ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • εξαγέτης — ἐξαγέτης(ο (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλαμίνθη», μικρό φυτό χωρίς ξυλώδη κορμό (πόα) όμοιο με τον δυόσμο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»